+ part 2
+ part 1
+ Πρόλογος
Η Λιζ ξύπνισε όταν άκουσε πως κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Ανασυκώθηκε στο κρεβάτι της και κοίταξε έξω από το παράθυρο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Κάποιος βρισκόταν στην εξώπορτα. Κάποιος που το μόνο που φορούσε ήταν κάτι κουρέλια. Κάτι κουρέλια σε σκούρο μπλε χρώμα. Ο άντρας φορούσε κουκούλα και η Λιζ δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του. Μπορούσε ωστόσο να καταλάβει ότι την κοιτούσε. Η Λιζ σηκώθηκε από το κρεβάτι. Είδε τον άντρα να ανοίγει με εξαιρετικά ήρεμες, αλλά και απόκοσμα απειλητικές κινήσεις την εξώπορτα και να ξεκινά να διασχίζει την αυλή. Εκείνη, κατατρομαγμένη, έτρεξε στο δωμάτιο της Μαίρης. Ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε με την καρδιά της να είναι έτοιμη να σπάσει. Μα αυτό που κρατούσε στα χέρια της δεν ήταν η κόρη της. Δεν θα μπορούσε να είναι. Όταν σήκωσε τα σεντόνια συνειδητοποίησε πως στη θέση της Μαίρης βρισκόταν κουλουριασμένο ένα φρικαλέο πλάσμα, λεπτό σαν σκελετός, με ζαρωμένο δέρμα και ένα παραμορφωμένο πρόσωπο, χωρίς μάτια και με μια απίστευτα τρομαχτική έκφραση... Η Λιζ άρχισε να ουρλιάζει. Άκουσε και πάλι το χτύπημα στην πόρτα, η οποία άνοιξε απότομα και η Λιζ είδε τον τρομαχτικό άντρα να εισβάλλει στο σπίτι της.
Και τότε ξύπνησε.
Οι χτύποι στην πόρτα ακούγονταν ακόμη. Πήγε στο χολ και κοίταξε από το ματάκι. Είδε έναν άντρα που από κάπου τον είχε ξαναδεί. Άνοιξε την πόρτα. Ο άντρας την κοίταξε με ένα βλέμμα που συνδύαζε θλίψη, ντροπή και συμπόνια και στη συνέχεια χαμήλωσε το κεφάλι του. Μέσα στην ησυχία η Λιζ θυμήθηκε πού τον είχε ξαναδεί: Ήταν ένας από τους ομαδάρχες που θα συνόδευαν την Μαίρη και τα υπόλοιπα παιδιά στην εκδρομή. Στη συνέχεια θυμήθηκε το όνειρό της και η σκέψη πως δεν ήταν απλά ένα όνειρο, αλλά κάτι σαν οιωνός πάγωσε το αίμα στις φλέβες της. Ο άντρας δεν είχε μιλήσει, αλλά η Λιζ κατάλαβε: Η κόρη της ήταν νεκρή...
Το κακό είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα. Μετά το ατύχημα της Μαίρης, τα παιδιά, σοκαρισμένα, οδηγήθηκαν στο καταφύγιο. Φυσικά, κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Την περισσότερη ώρα ακούγονταν φωνές από τον άγριο τσακωμό του Τζέρι με τον αρχηγό και διοργανωτή της εκδρομής. Τελικά ο Τζέρι έφυγε από το καταφύγιο και άρχισε να περπατάει στο βουνό. Κάποια στιγμή, βρέθηκε μπροστά από ένα ξέφωτο...
Δεν ήταν τυχαίο που βρέθηκε εκεί. Εκείνη την νύχτα δεν ένιωθε πως ήταν ο εαυτός του. Ένιωθε σαν κάτι να τον οδήγησε εκεί. Στη μέση του ξέφωτου είδε αυτό το οποίο εξερευνητές προσπαθούσαν να ανακαλύψουν δεκαετίες τώρα. Ένας σκελετός. Μα για κάποιο μεταφυσικό λόγο δεν ήταν ξαπλωμένος ή ακουμπισμένος κάπου, αλλά όρθιος. Φορούσε κάτι κουρέλια σε σκούρο μπλε χρώμα. Με το ένα του χέρι στηριζόταν σε ένα μεγάλο ξύλο, σαν μαγκούρα, προς το οποίο έγερνε, ενώ με το άλλο κρατούσε ένα βιβλίο.
Ο Τζέρι πλησίασε. Φοβόταν, αλλά δεν δίσταζε. Έφτασε κοντά και περιεργάστηκε με τα μάτια του τον σκελετό του δολοφόνου. Ένιωθε σαν να είχε μπροστά του κάποιον ζωντανό. Και όχι μόνο ζωντανό, αλλά και διαβολικό. Στη συνέχεια κοίταξε το βιβλίο. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν πως ό,τι ήταν γραμμένο ήταν γραμμένο με αίμα. Μετά συνειδητοποίησε πως αυτά που διάβαζε ήταν ονόματα. Και είδε τα ονόματα αρχικά της Μαίρης και, στη συνέχεια, όλων των ομαδαρχών, μαζί και το δικό του...
Μόνο που τώρα πια δεν φοβόταν. Αντίθετα, ένιωθε κι ο ίδιος... δαιμονικός!
Ραντεβού το επόμενο Σάββατο, με το τελευταίο απ' ό,τι φαίνεται μέρος της ιστορίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου