Είχαμε ξυπνήσει από τις 7 το πρωί για να ετοιμαστούμε να πάμε Αίγινα για 1½ ημέρα με τον φίλο μου τον γερο-Μπισμπίνη, άσχετα αν τελικά φτάσαμε στο λιμάνι κατά τη 1 το μεσημέρι…
Στο καράβι σκόπευα να κοιμηθώ αλλά ως δια μαγείας ξενύσταξα. Θα χαλάρωνα ακούγοντας μουσική από τα περίφημα θαυματουργά ακουστικάκια, αλλά από αυτά δούλευε μόνο το ένα και αργότερα χάλασε κι αυτό.
Έτσι λοιπόν κατέληξα να περνάω το χρόνο μου ακούγοντας τις σουρεαλιστικές συζητήσεις της οικογένειας που καθόταν πίσω από εμάς. Αυτή περιλάμβανε την μάνα, χοντρούλα-χοντρούλα, τον γιο της που ήταν 3-4 χρονών και ένα μεγαλύτερο παιδί που ήταν ανιψιός της και πρέπει να πήγαινε 4η-5η δημοτικού.
Ο τελευταίος ήταν στρουμπουλός, αλλά φαινόταν πολύ μούρη. Φορούσε ένα μαύρο βραχιολάκι-κομποσκοίνι στο δεξί του χέρι και γυαλιά ηλίου ανασηκωμένα στην κορυφή της κεφαλής του. Είχε βρε παιδί μου τον αέρα του γαμιά.
Ο τελευταίος ήταν στρουμπουλός, αλλά φαινόταν πολύ μούρη. Φορούσε ένα μαύρο βραχιολάκι-κομποσκοίνι στο δεξί του χέρι και γυαλιά ηλίου ανασηκωμένα στην κορυφή της κεφαλής του. Είχε βρε παιδί μου τον αέρα του γαμιά.
Μέχρι που τον άκουσα να μιλάει.
«Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε. Μου αρέσει όταν ξεκινάει το πλοίο: Βρρρρρρρρρρ!!!»
Και αυτό με ομιλία μπέμπη. Όσο γαμάτος κι αν φαινότανε, δεν έπαυε να είναι από αυτούς που γουργουρίζουνε σα γατούλες από απόλαυση όταν κάθε ένας που τον γνωρίζει του τσιμπάει το μαγουλάκι…
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο μικρός της παρέας, δείχνοντας κάτι στη θάλασσα από την θέση του.
«Σημαδούρα!» τον πληροφόρησε ο ξάδερφός του.
«Θα μπούμε μέσα;» παρακάλεσε ο μικρός
«Δε χωράμε!» εξηγεί ο μεγαλύτερος.
«Θα πάμε;» επιμένει ο ξάδερφος.
«Θεία, εξήγησέ του γιατί δεν μπορούμε να πάμε στη σημαδούρα!»
Οι σουρεάλ συζητήσεις βέβαια δεν τελειώνουν εδώ. Κάποια στιγμή, η χοντρή σκέφτεται ότι θα ήταν καλύτερα αν ανέβαιναν στο κατάστρωμα και αποφασίζει να το προτείνει στον γιόκα της.
«Θες να πάμε επάνω;»
«Όχι, θα πέσουμε!» απαντά ο μικρός και βάζει τη μάνα του σε τάξη…
Ο ξάδερφός του όμως έχει ‘ψηθεί’ να πάνε κατάστρωμα, οπότε προσπαθεί να… βάλει στη φωτιά και αυτόν:
«Δε θα πέσουμε! Πάμε πάνω να δούμε ποολλάαα πλοίιιιιαααα και μεγάαααλαα καράαααβιααα και να δούμε καλύτερα το νησίιιιι…..!»
«Όχι». (αποφασιστικός ο μικρός…)
Κι όμως αργότερα φαίνεται ότι ξεπέρασε τον φόβο του ότι θα πέσουν αν ανεβούν επάνω και ρωτάει τη μάνα του «Να πέσω στη θάλασσα;»
Ε, κι εκείνη απαντάει αδιάφορα «Είναι επικίνδυνο να το κάνεις αυτό…»
Και πετάγεται σα σκατό (που λέει και η φίλη μου η Μαρία) ο μεγάλος ο ξάδελφος και λέει: «Για να πέσεις στη θάλασσα πρέπει να είσαι ο άνθρωπος λάστιχο!»
Η αλήθεια είναι ότι οι συζητήσεις της αλλοπρόσαλλης οικογένειας μου φαίνονταν εντελώς σουρεάλ, αλλά δεν είχα ιδέα τι θα ακολουθούσε στο ταξίδι μας.
Πριν πάμε στο ξενοδοχείο που θα μέναμε, κάτσαμε σε μία ταβέρνα. Εκεί είχε ωραίο φαγητό αλλά θα το ευχαριστιόμουν περισσότερο αν ο σερβιτόρος δεν ήταν τόσο βαρεμένος (και ακόμα περισσότερο αν μας σέρβιρε η αδερφή του, που ήταν κι αυτή σερβιτόρα…). Ο σερβιτόρος λοιπόν κάθε φορά που τον φωνάζαμε ψιθύριζε «ω ρε πούστη μου, τι θέλουν πάλι;» και ερχόταν με τόσο βαρύ βήμα λες και, εεμ, χμμ, εεχμμμ, με πολύ βαρύ βήμα τέλος πάντων…
Εμείς του λέγαμε «θα μας φέρετε ένα ακόμα μπουκάλι νερό;», για παράδειγμα, και εκείνος το σκεφτόταν λίγο και απαντούσε διστακτικά «Νννναι». Έφευγε μονολογώντας «τι κακό είναι αυτό που μ’ έχει βρει» και κάθε φορά που τον ξαναφωνάζαμε ερχόταν όλο και πιο απρόθυμα, βρίζοντας όλο και περισσότερο.
Αρχίσαμε να τον φωνάζουμε κάθε δύο λεπτά ζητώντας του να μας προσθέσει δύο κομμάτια ντομάτας στη σαλάτα ή καμιά δεκαπενταριά κόκκους ρυζιού στην μπριζόλα μας, μπας και τσαντιστεί τόσο που τα παρατήσει και στείλει την θεογκόμενα την αδελφή του να μας σερβίρει. Σκληρό καρύδι όμως ο τύπος. Μπορεί να μας ούρλιαζε κάθε φορά που τον φωνάζαμε και να τράβαγε τα μαλλιά του, αλλά κάτω δεν το έβαζε…
Τέλος πάντων φάγαμε, όλα μια χαρά, και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο. Μάλιστα… Λοιπόν… Από να αρχίσω τώρα και πού να τελειώσω;
Με το που μπαίνουμε στο δωμάτιο κοιτάμε γύρω μας και βλέπουμε τέσσερις τοίχους (ωωω). Οι τρεις από αυτούς τουλάχιστον μπορούσαν να χαρακτηριστούν τοίχοι. Ο τέταρτος ήταν απαράδεκτα βαμμένος, στοκαρισμένος παντού και όταν τον έβλεπες έλεγες θα αρχίσει να διαλύεται και θα πέσει πάνω μας.
Τα έπιπλα ήταν πολύ εύστοχα τοποθετημένα μέσα στο δωμάτιο, αφού το τραπέζι ήταν μπροστά από την ντουλάπα κι έτσι αυτή δεν άνοιγε, πράγμα που όμως αποτελούσε μία προειδοποίηση να μην ανοίξεις την ντουλάπα, ε, και όλο και κάτι θα ήξεραν αυτοί για να σε εμποδίζουν να το κάνεις… Ποιος ξέρει τι θα βρίσκαμε εκεί μέσα…. Απαπα…
Στο μπαλκόνι επίσης, δεν χώραγαν να ανοίξουν καν τα πατζούρια, θα χωράγαμε να βγούμε εμείς; Περιττό να πω ότι ακριβώς απέναντι, φάτσα κάρτα έβλεπες τα παράθυρα από τις χέστρες του διπλανού ξενοδοχείου να σου στέλνουν τις ευωδιές τους…
Και η θέα στη θάλασσα που μας είχαν πει πού είναι;;; Α, ναι. Αν κατόρθωνες να στριμωχτείς στο μπαλκόνι, τεντωνόσουν λιγάκι (έως πολύ), στραβολαίμιαζες προς τα δεξιά και ξεχνούσες το γεγονός ότι στηρίζεσαι πάνω στα ετοιμόρροπα κάγκελα του ξενοδοχείου, τα οποία τα περαστικά περιστέρια είχαν διακοσμήσει με τις κουτσουλιές τους, τότε ναι, μπορούσες να απολαύσεις την θέα μερικών εκατοστών θάλασσας.
Και η θέα στη θάλασσα που μας είχαν πει πού είναι;;; Α, ναι. Αν κατόρθωνες να στριμωχτείς στο μπαλκόνι, τεντωνόσουν λιγάκι (έως πολύ), στραβολαίμιαζες προς τα δεξιά και ξεχνούσες το γεγονός ότι στηρίζεσαι πάνω στα ετοιμόρροπα κάγκελα του ξενοδοχείου, τα οποία τα περαστικά περιστέρια είχαν διακοσμήσει με τις κουτσουλιές τους, τότε ναι, μπορούσες να απολαύσεις την θέα μερικών εκατοστών θάλασσας.
Κλείνοντας την μπαλκονόπορτα, φοβόσουν μην φύγει ολόκληρη και σου μείνει στο χέρι, ενώ μπουρδουκλωνόσουν με την κουρτίνα, με αποτέλεσμα να περνά κανα εικοσάλεπτο μέχρι να βρεις με ποιο χέρι κρατάς την μπαλκονόπορτα, με ποιο την κουρτίνα και πού βρίσκεσαι εσύ μέσα σ’ όλα αυτά. Συν άλλο ένα εικοσάλεπτο για το άλλο παραθυρόφυλλο…
Όταν, τώρα, αισθάνθηκα την ανάγκη να τελέσω την ιερή πράξη που κοινώς αναφέρεται ως χέσιμο, βλέπω πως το ιερό, κοινώς μπάνιο, ήταν λίγο υπερυψωμένο κι έτσι για να μπεις έπρεπε να ανέβεις ένα μικρό σκαλοπατάκι, με αποτέλεσμα να το ξεχνάς και να ξενυχιάζεσαι κάθε φορά που θες να πας για κατούρημα ή/και χέσιμο. Εντός του ιερού χώρου ανακαλύπτω ότι φιλοξενούσαμε μέρμηγκες και κατσαριδοτέκνα, τα οποία με ανάγκασαν να καταφύγω σε πράξεις ακρότητας που καθόλου δεν με εκφράζουν.
Φτάνουμε λοιπόν, παραλείποντας τις λεπτομέρειες (οι οποίες παραείναι ιερές για ειπωθούν εδώ), στο σημείο όπου τραβάω το περίφημο καζανάκι και μετά από έναν ανατριχιαστικό ήχο γίνεται κατακλυσμός και το δωμάτιο πλημμυρίζει νερά.
Επίσης ούτε να αράξουμε στο κρεβάτι μπορούσαμε, αφού αυτό έτριζε λες και ειδοποιούσε όλους όσους βρίσκονταν μέσα στο ξενοδοχείο ακόμα και για το αν θέλαμε να κουνήσουμε το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού μας.
Ευτυχώς υπήρχε τουλάχιστον ένα μικρό δείγμα ευγένειας, αφού επάνω στα σαπούνια έγραφε ‘Welcome’…
Μιας και η κατάσταση δεν ήταν πλέον όμως υποφερτή, αποφασίσαμε να βγούμε (πραγματοποιώντας ένα ακόμη ‘βγάλσιμο’) και φύγαμε από το δωμάτιο. Στο δρόμο μας προς τη ρεσεψιόν ωστόσο προσέξαμε ένα μεγαλούτσικο κουτί επάνω στον τοίχο του διαδρόμου που είχε επάνω τα αρχικά Π.Φ. με κόκκινα γράμματα. Αναρωτήθηκα τι να σημαίνει και αφού ούτε εγώ αλλά ούτε και ο φίλος μου ο γερο Μπισμπίνης μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μία απάντηση συνεχίσαμε το δρόμο μας. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο προσέξαμε ότι στη ρεσεψιόν καθόταν ένας ελέφαντας, πράγμα που μου έκανε πολύ εντύπωση, γιατί δεν είχα ξαναδεί ελέφαντα να εκτελεί καθήκοντα ρεσεψιονίστα.
Κατά τη διάρκεια του βγαλσίματός μας, περάσαμε από ένα ακόμα εστιατόριο, στο οποίο σέρβιραν δύο νιάνιαροι μπέμπηδες, που για να φτάνουν στο ύψος των τραπεζιών περπατούσαν με ξυλοπόδαρα, φορώντας και τακούνια 25 εκατοστών.
Εκεί που κάτσαμε τελικά, ο σερβιτόρος ήταν κοινωνικότατος και συμπαθητικός. Αν και δεν ήξερε πάνω από 10 λέξεις στα Ελληνικά. Για να ακριβολογούμεθα, ο κύριος καταγόταν από την Αφρική. Καθώς τον συμπαθήσαμε πολύ γρήγορα, ο γερο Μπισμπίνης αποφασίζει να του μιλήσει:
«Πώς σε λένε;»
«Ίχαπ!» απαντά ο αράπης.
Δυστυχώς ο γερο Μπισπμίνης λόγω ηλικίας είχε πρόβλημα με τ’ αυτιά του οπότε:
«Πώς;» ξαναρώτησε.
«Ίχαπ»
«Πώωωωςςς;;;;»
«Ανάποδα ‘Παχύ’!» τον διευκόλινε ο Ίχαπ.
«Α».
Φύγαμε λοιπόν και μου κάνει ο γερο Μπισμπίνης:
«Συμπαθέστατος ο Ανάποδας, ε;»
Κάνοντας τη βόλτα μας και απολαμβάνοντας τον ήχο της θάλασσας καθώς τα κύμματά της χαστούκιζαν ακούραστα τα καΐκια και τα διάφορα σκάφη που είχαν δέσει στο λιμάνι, προσέξαμε μια ομάδα ψαριών που έκανε κύκλους γύρω από τα φώτα ενός σκάφους, μιας και η λάμψη τα είχε σαλέψει τα κακόμοιρα. Μάλιστα μας φάνηκε ότι κουβεντιάζανε αλλά δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι είχαν χαζέψει τόσο ώστε μονολογούσε το καθένα μόνο του και έτσι τσούρμο που ήταν δημιουργούσαν μια βαβούρα που σε πονοκεφάλιαζε.
Ένα ειδικά ψάρι είχε απλά σκαλώσει και κοιτούσε το φως αποχαυνωμένο, με το στόμα ανοικτό και το σάλιο να τρέχει καταράκτης. Βέβαια, θα μου πείτε πώς γίνεται να τρέχει σάλιο από το ψάρι μέσα στο νερό;;; Ε, γιατί δηλαδή, γίνεται να μιλάνε τα ψάρια;;;
Τέλος πάντων ένα άλλο ψάρι, γέρικο (είχε γενειάδα) πλησιάζει εκείνο το μοναχικό αποβλακωμένο και του λέει: «Πού ‘σαι ρε Σταύρο;!»
Τέλος πάντων ένα άλλο ψάρι, γέρικο (είχε γενειάδα) πλησιάζει εκείνο το μοναχικό αποβλακωμένο και του λέει: «Πού ‘σαι ρε Σταύρο;!»
Και το ψάρι απάντησε με σεβασμό: «Γεια σας κύριε Φουρτούνα!»
«Σε παρακαλώ, φώναζέ με Παύλο!» είπε ο Φουρτούνας.
Εγώ χάθηκα για λίγο στις σκέψεις μου. Παύλος Φουρτούνας. Παύλος Φουρτούνας. Τι μου θύμιζε αυτό το όνομα;
Μα ναι. Π.Φ.! Τα αρχικά που είχαμε παρατηρήσει στο ξενοδοχείο!
Μετά από μερικές ερωτήσεις στους τοπικούς ψαράδες μάθαμε ότι ο Παύλος Φουρτούνας είναι ο φόβος και ο τρόμος των ψαράδων της περιοχής. Είναι ένα ψάρι που μάλλον έχει μεγαλώσει παίρνοντας έκσταση γιατί δεν μπορούν ποτέ να τον πιάσουν και είτε ξεφεύγει με εντυπωσιακούς ελιγμούς, είτε σκίζει τα δίχτυα και την κοπανάει. Οι απελπισμένοι ψαράδες έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο κυνήγι του Φουρτούνα και όπου τους καυλώσει γράφουν με μεγάλα κόκκινα γράμματα τα αρχικά του, ως ένδειξη μίσους και πείσματος.
«Τι κάνεις εδώ λοιπόν, Σταύρο;» ρώτησε ο σοφός γερο Φουρτούνας το άλλο ψάρι.
«Κοιτάζω αυτό εδώ το φως!»
«Τι είναι;»
«Δεν ξέρω, αλλά είναι τόοοοοοοσο όμορφο…. Θέλω να πάω κοντά… Θέλω να το αγγίξω!» Όσο περισσότερο κοιτούσε το φως, τόσο περισσότερο σάλευε αυτός…
«Όχι, μη! Μπορεί να είναι επικίνδυνο!» τον προειδοποίησε ο Φουρτούνας.
«Γιατί να είναι επικίνδυνο;»
«Πίστεψέ με, το έχω δει στο Ψάχνοντας το Νέμο!»
Στην επιστροφή προς το ξενοδοχείο αναρωτιόμασταν τι άλλο θα δούμε πια σ’ αυτήν την εκδρομή και, πράγματι, δεν φαντάζεστε ποιους συναντήσαμε: Τους τέσσερις Ντάλτον! Ή, τουλάχιστον, αυτοί πρέπει να ήταν, μιας και ο πιο κοντός ήταν προφανώς ο αρχηγός της παρέας, αφού φιλοξενούσε και τους υπόλοιπους στο σπίτι του και ο ψηλότερος είχε το ίδιο ακριβώς χαμένο βλέμμα με τον Άβερελ…
Στο δωμάτιο, πέρα απ’ όλα τα άλλα, ήταν χαλασμένη και η τηλεόραση! Από την στιγμή που την ανοίξαμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, ούτε να την σβήσουμε, ούτε να αλλάξουμε κανάλι, ούτε να χαμηλώσουμε τον ήχο που για κάποιο λόγο ήταν στην διαπασών. Μάλιστα –εντελώς τυχαία- είχε κολλήσει σε ένα θρίλερ στον Alpha κι έτσι στις 2 το πρωί όλο το ξενοδοχείο άκουγε τρελαμένους με τσεκούρια να σφάζουν και σπλιτς σπλατς και γκόμενες να στριγγλίζουν ασταμάτητα είτε γιατί τις κυνηγάνε οι τρελαμένοι με τα τσεκούρια είτε γιατί κάνουν άγριο σεξ. Το αποτέλεσμα ήταν (προφανώς) να μας πετάξουν έξω και να κοιμηθούμε σε ένα μισοκατεστραμμένο παγκάκι στο λιμάνι. Δεν μας πείραξε καθόλου βεβαίως βεβαίως γιατί βλέποντας πώς μας κοιτούσαν οι τύποι που είχαν ξυπνήσει από την τηλεόραση, ο καθένας θα ήθελε να το βάλει κατευθείαν στα πόδια. Μιλάμε ήταν πιο τρελαμένοι και από τους τρελαμένους με τα τσεκούρια στο θρίλερ! Και κρατούσαν ΚΑΙ αυτοί τσεκούρια!
Τουλάχιστον ήξερα τι θα πάω να δω στο σινεμά μόλις γυρίσω στην Αθήνα, μιας και το Alpha Box-Office πρότεινε ως ταινία της εβδομάδας το «Barbie: Σχολείο για Πριγκίπισσες». Να ‘ναι καλά!
Και δεν θα μπορούσαμε φυσικά να φύγουμε από την Αίγινα και να μην κάνουμε έστω ένα μπάνιο στη θάλασσα. Οπότε πηγαίνουμε σε έναν κολπίσκο και βουτάμε και, χωρίς καλά-καλά να το έχουμε καταλάβει, παρευρισκόμαστε στα γυρίσματα ενός επεισοδίου του Μπομπ Σφουγγαράκη! Και συγκεκριμένα, το σενάριο είχε ως εξής: Ο Καλαμάρης, με τη βοήθεια λίγου μέικ-απ και μερικών αποκριάτικων ειδών, είχε μεταμφιεστεί σε χταπόδι για να μην τον αναγνωρίσει ο κ. Καβούρης και είχε κατέβει σε πορεία του ΠΑΜΕ. Ο Μπομπ Σφουγγαράκης απουσίαζε από το επεισόδιο επειδή τον είχαν συλλάβει γιατί προσπαθούσε να εμποδίσει μια ομάδα κουκουλοφόρων να κάψουν –χωρίς να ξέρουν γιατί- τον Τραγανό Κάβουρα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά γυρίσαμε τελικά στην Αθήνα με ωραίες αναμνήσεις από την σύντομη εκδρομή. Την επόμενη μέρα με ρώτησε ένας φίλος:
«Πώς περάσατε;»
«Πολύ ωραία!» του απάντησα αδιάφορα.
«Ωραία η Αίγινα;» με ρώτησε.
Σκάλωσα. Τελικώς ωραία η Αίγινα; Έλα ντε! Δεν ήξερα τι να απαντήσω.
xaxaxa kai gamw:p
ΑπάντησηΔιαγραφήτο διάβασες οοοοολο?? μωρε μπράβο :Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφή:) :)
Αίγινα με "ΑΙ" και έγινα με "Ε".
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνεις;
Πρόσεξε καλύτερα τον τίτλο. Επίτηδες είναι έτσι XD
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε μαλάκα; Πόσο καθυστερημένος παίζει να είσαι για να γράψεις αυτή τη μαλακία. Και αυτό με τα ορθογραφικά στον τίτλο είναι ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ. Νομίζεις ότι είσαι και αστείος. Μαλακάκο.
ΑπάντησηΔιαγραφή(Απορώ με την άλλη την καθυστερημένη που λέει ότι είναι και γαμώ. Κανα γκομενάκι που ψάχνει για πούτσο θα είναι...)
xaxaxaxa
ΑπάντησηΔιαγραφήGamias θεός!!!
ΩΧ!!! Ρε φίλε τσέκαρε το link του!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΩΣ ΓΙΝΕΤΕ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;